- κατόχιμος
- κατόχιμος, -ίμη, -ον (Α) [κατοχή]1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος3. (για πράγματα) αυτός μέσα στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό δαιμόνιο («κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη και μυστικά», Λουκιαν.)4. αυτός που βρίσκεται υπό κατάσχεση5. (για στερεωτικές ύλες) στυπτικός, συγκρατητικός.
Dictionary of Greek. 2013.