κατόχιμος

κατόχιμος
κατόχιμος, -ίμη, -ον (Α) [κατοχή]
1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)
2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος
3. (για πράγματα) αυτός μέσα στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό δαιμόνιο («κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη και μυστικά», Λουκιαν.)
4. αυτός που βρίσκεται υπό κατάσχεση
5. (για στερεωτικές ύλες) στυπτικός, συγκρατητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ՍՏՐՈՒԿ — (ստրկի, կաց.) NBH 2 0755 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. κατόχιμος possessus, vel captivus ἁνδράποδον mancipium οἱκέτης famulus οἱκογενής domi natus, vernaculus, verna δοῦλος servus, subditus. Ստորին իմն ծառայ, որպէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”